- συγγραφικός
- -ή, -ό / συγγραφικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συγγραφή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγγραφή ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική ικανότητα» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», Λουκιαν.)νεοελλ.φρ. «συγγραφικά δικαιώματα»(νομ.) τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα τού δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργουαρχ.1. (για πρόσ.) αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή και, ιδίως, ο πεζογράφος2. το θηλ. ως ουσ. ἡ συγγραφικήη τέχνη τού να συγγράφει κανείς3. φρ. «εἶδος συγγραφικώτερον» — είδος που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο.επίρρ...συγγραφικῶς Αμε μεγάλη ακρίβεια, λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά κανείς με λεπτομέρεια συμβολαίου, με μεγάλη ακρίβεια, Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.